Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποκρίνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποκρί|νομαι <-θηκα> [apɔˈkrinɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

αποκρίνομαι σε
antworten auf +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский