Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έκρηξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκρηξ|η <-εις> [ˈɛkriksi] SUBST θηλ

1. έκρηξη (από δυναμίτη κτλ):

έκρηξη
Explosion θηλ
έκρηξη αερίου
Gasexplosion θηλ
δημογραφική έκρηξη μτφ
έκρηξη των μισθών
Lohnexplosion θηλ
πληθυσμιακή έκρηξη μτφ
έκρηξη των τιμών
έκρηξη ηφαιστείου
η μεγάλη έκρηξη ΦΥΣ
der Urknall αρσ

2. έκρηξη (πολέμου, αρρώστιας):

έκρηξη
Ausbruch αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский