Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναφέρουσα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναφροδισία [anafrɔðiˈsia] SUBST θηλ

αναφύτευσ|η <-εις> [anaˈfitɛfsi] SUBST θηλ

1. αναφύτευση (ξαναφύτεμα):

Neupflanzung θηλ

2. αναφύτευση (μεταφύτευση):

Umpflanzung θηλ

παλμοφέρουσα [palmɔˈfɛrusa] SUBST θηλ ΤΗΛ

αναφερόμεν|ος <-η, -ο> [anafɛˈrɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ (σχετικός)

αναφύομαι <ανεφύην> [anaˈfiɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα (πρόβλημα)

αναφώνησ|η <-εις> [anaˈfɔnisi] SUBST θηλ (δυνατή κραυγή)

αναπτερώ|νω [anaptɛˈrɔnɔ], αναφτερώ|νω [anaftɛˈrɔnɔ] <-σα, -θηκα, -μένος> VERB μεταβ

αναφορικ|ός <-ή, -ό> [anafɔriˈkɔs] ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ

αναφυλαξία [anafilaˈksia] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

αναφλεκτήρας [anaflɛkˈtiras] SUBST αρσ

1. αναφλεκτήρας (μπουζί):

Zündkerze θηλ

2. αναφλεκτήρας (βόμβας):

Zünder αρσ

αναφροδισιακ|ός <-ή, -ό> [anafrɔðisiaˈkɔs] ΕΠΊΘ (φάρμακο)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский