Ελληνικά » Γερμανικά

αναπτερώ|νω [anaptɛˈrɔnɔ], αναφτερώ|νω [anaftɛˈrɔnɔ] <-σα, -θηκα, -μένος> VERB μεταβ

αναπτερώνω (ελπίδες)
αναπτερώνω (θάρρος)
αναπτερώνω (ηθικό)

Παραδειγματικές φράσεις με αναπτερώνω

αναπτερώνω τις ελπίδες κάποιου
αναπτερώνω το ηθικό κάποιου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский