Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναπροσαρμογή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναπροσαρμογή [anaprɔsarmɔˈji] SUBST θηλ

αναπροσαρμογή
Neuanpassung θηλ
αναπροσαρμογή
Anpassung θηλ
τιμαριθμική αναπροσαρμογή
Indexierung θηλ
αναπροσαρμογή των μισθών
Lohnanpassung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αναπροσαρμογή

τιμαριθμική αναπροσαρμογή
αναπροσαρμογή θηλ της ισοτιμίας
αυτόματη αναπροσαρμογή θηλ ημερομισθίων
αναπροσαρμογή θηλ των μισθών
αναπροσαρμογή των μισθών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский