Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Lohnanpassung“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Lohnanpassung <-, -en> SUBST θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με Lohnanpassung

gleitende Lohnanpassung

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Dies entspricht der im Rahmen der Rentenanpassung verwendeten Lohnanpassung.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Lohnanpassung" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский