Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσαρμογή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσαρμογή [prɔsarmɔˈji] SUBST θηλ

1. προσαρμογή (εξαρτήματος, εφαρμογή):

προσαρμογή
Anbringung θηλ

2. προσαρμογή (συμμόρφωση):

προσαρμογή
Anpassung θηλ

3. προσαρμογή (του φακού του ματιού):

προσαρμογή
Akkommodation θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский