Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναπτύξιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναπτύξιμ|ος <-η, -ο> [anaˈptiksimɔs] ΕΠΊΘ

1. αναπτύξιμος (που δέχεται ανάπτυξη):

αναπτύξιμος

2. αναπτύξιμος (που χρειάζεται ανάπτυξη):

αναπτύξιμος
Entwicklungs-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский