Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναπτύσσομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναπτύσσομαι (άνθρωπος, φυτό: μεγαλώνω) αυτοπ ρήμα
gedeihen αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский