Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έμειν-“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έμειν-

έμειν- s. μένω

Βλέπε και: μένω

μένω <έμεινα> [ˈmɛnɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский