Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βενζίνη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βενζίνη [vɛnˈzini], βενζίνα [vɛnˈzina] SUBST θηλ

βενζίνη
Benzin ουδ
βάζω βενζίνη
μείναμε από βενζίνη
αμόλυβδη βενζίνη
απλή βενζίνη
Normalbenzin ουδ
ελαφριά βενζίνη
Leichtbenzin ουδ
βενζίνη σούπερ
Superbenzin ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με βενζίνη

αμόλυβδη βενζίνη
βάζω βενζίνη
απλή βενζίνη
ελαφριά βενζίνη
βενζίνη σούπερ
μείναμε από βενζίνη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский