Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμετικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμετικ|ός <-ή, -ό> [ɛmɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εμετικός (για εμετό):

εμετικός
Brech-
Brechmittel ουδ

2. εμετικός μτφ (σιχαμερός):

εμετικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский