Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αρρωστιάρης , άρρωστος , αρρώστια , αρρωσταίνω και αρρωστημένος

αρρωστιάρ|ης <-α, -ικο> [arɔsˈtçaris] ΕΠΊΘ

I . άρρωστ|ος <-η, -ο> [ˈarɔstɔs] ΕΠΊΘ

2. άρρωστος μτφ (φαντασία, μυαλό):

II . άρρωστ|ος <-η, -ο> [ˈarɔstɔs] SUBST αρσ/θηλ (σε νοσοκομείο)

I . αρρωστ|αίνω <-ησα, -ημένος> [arɔsˈtɛnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι άρρωστος)

II . αρρωστ|αίνω <-ησα, -ημένος> [arɔsˈtɛnɔ] (κάνω άρρωστο)

αρρωστημέν|ος <-η, -ο> [arɔstiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. αρρωστημένος (άρρωστος):

2. αρρωστημένος (ασθενικός):

3. αρρωστημένος μτφ (διεστραμμένος, φαντασία, κατάσταση):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский