Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σωματικά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σωματικά υγρά
Körperflüssigkeiten θηλ πλ
σωματικά υγρά
Körperflüssigkeiten θηλ πλ
σωματικά/ψυχικά άρρωστος
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „σωματικά“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

σωματικά ανάπηρος αρσ (ανάπηρη) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский