Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάπηρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ανάπηρ|ος <-η, -ο> [aˈnapirɔs] ΕΠΊΘ

ανάπηρος

II . ανάπηρ|ος <-η, -ο> [aˈnapirɔs] SUBST αρσ/θηλ

ανάπηρος
ανάπηρος πολέμου

Παραδειγματικές φράσεις με ανάπηρος

ανάπηρος πολέμου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский