Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάπλαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάπλασ|η <-εις> [aˈnaplasi] SUBST θηλ

1. ανάπλαση (αναμόρφωση):

ανάπλαση
Erneuerung θηλ

2. ανάπλαση (αναδημιουργία):

ανάπλαση
Neuschaffung θηλ

3. ανάπλαση (στη μνήμη):

ανάπλαση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский