Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναπληρωματικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναπληρωματικ|ός <-ή, -ό> [anaplirɔmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αναπληρωματικός (διευθυντής, υπουργός):

αναπληρωματικός

2. αναπληρωματικός (παίκτης, ηθοποιός):

αναπληρωματικός
Ersatz-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский