Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναπηρικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναπηρικ|ός <-ή, -ό> [anapiriˈkɔs] ΕΠΊΘ

αναπηρικός
Behinderten-, Invaliden-
Rollstuhl αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский