Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναπαυτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναπαυτικ|ός <-ή, -ό> [anapaftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αναπαυτικός (κάθισμα):

αναπαυτικός

2. αναπαυτικός (δωμάτιο):

αναπαυτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский