Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάπαυση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάπαυσ|η <-εις> [aˈnapafsi] SUBST θηλ

1. ανάπαυση (ξεκούραση):

ανάπαυση
Erholung θηλ

2. ανάπαυση (ηρεμία):

ανάπαυση
Ruhe θηλ
Mittagsschlaf αρσ
Siesta θηλ
Ruhetag αρσ
αιώνια ανάπαυση (θάνατος)
ewige Ruhe θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ανάπαυση

αιώνια ανάπαυση (θάνατος)
ewige Ruhe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский