Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναπαύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αν|απαύω <-άπαυσα [ή -έπαυσα], -απαύτηκα, -απαυμένος> [anaˈpavɔ] VERB μεταβ (κορμί, μυαλό)

αναπαύω

II . αναπαύομαι VERB αυτοπ ρήμα

2. αναπαύομαι (κοιμάμαι λίγο):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский