Ελληνικά » Γερμανικά

αναπαράστασ|η <-εις> [anapaˈrastasi] SUBST θηλ

1. αναπαράσταση (εγκλήματος):

αναπαράσταση

2. αναπαράσταση (παράσταση):

αναπαράσταση
Darstellung θηλ
πολιτιστική αναπαράσταση θηλ ΤΈΧΝΗ, SOZIOL

Παραδειγματικές φράσεις με αναπαράσταση

χαρτογραφική αναπαράσταση
αυξητική αναπαράσταση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский