Ελληνικά » Γερμανικά

αναπαραγωγή [anaparaɣɔˈji] SUBST θηλ

1. αναπαραγωγή (εκ νέου παραγωγή):

αναπαραγωγή
Reproduktion θηλ

2. αναπαραγωγή ΒΙΟΛ:

αναπαραγωγή
Fortpflanzung θηλ
Fortpflanzungsorgane ουδ πλ
υποβοηθούμενη αναπαραγωγή θηλ ΙΑΤΡ

Παραδειγματικές φράσεις με αναπαραγωγή

βλαστητική αναπαραγωγή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский