Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναπαράγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αναπαρ|άγω <-ήγαγα, -ήχθην> [anapaˈraɣɔ] VERB μεταβ (παράγω ξανά)

αναπαράγω

II . αναπαράγομαι VERB αυτοπ ρήμα (δημιουργώ απογόνους)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский