Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καρέκλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καρέκλα [kaˈrɛkla] SUBST θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με καρέκλα

Drehstuhl αρσ
πτυσσόμενη καρέκλα
Klappstuhl αρσ
Bürostuhl αρσ
ηλεκτρική καρέκλα
αναπηρική καρέκλα
Rollstuhl αρσ
Rollstuhl αρσ
κάθομαι σε μια καρέκλα
καβαλάω μια καρέκλα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский