Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάθομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κάθομαι <κάθισα [ή έκατσα], καθισμένος> [ˈkaθɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

2. κάθομαι (βουλιάζω):

κάθομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский