Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καβαλάω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καβαλ|άω <-ησα, -ήθηκα, -ημένος> [kavaˈlaɔ], καβαλικ|εύω [kavaliˈcɛvɔ] <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> VERB μεταβ

1. καβαλάω (ανεβαίνω):

καβαλάω ένα άλογο

2. καβαλάω (ιππεύω):

καβαλάω

3. καβαλάω (κάθομαι):

καβαλάω μια καρέκλα

4. καβαλάω (επιβάλλομαι, έχω τον έλεγχο):

καβαλάω

Παραδειγματικές φράσεις με καβαλάω

καβαλάω ένα άλογο
καβαλάω μια καρέκλα
καβαλάω το καλάμι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский