Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καβαλέτο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καβαλέτο [kavaˈlɛtɔ] SUBST ουδ

1. καβαλέτο (για διάφορες δουλειές):

καβαλέτο
Bock αρσ

2. καβαλέτο (ζωγράφου):

καβαλέτο
Staffelei θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский