Ελληνικά » Γερμανικά

I . καβάλα [kaˈvala] SUBST θηλ (ιππασία)

καβάλα
Reiten ουδ

II . καβάλα [kaˈvala] ΕΠΊΡΡ

Καβάλα [kaˈvala] SUBST θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με καβάλα

ήρθε καβάλα
κάνω καβάλα
έχω κάποιον καβάλα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский