Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άλογο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άλογο [ˈalɔɣɔ] SUBST ουδ

1. άλογο (ζώο):

άλογο
Pferd ουδ
πηγαίνω με το άλογο
Rennpferd ουδ
άλογο ράτσας
Rassepferd ουδ
άλογο ράτσας

2. άλογο (στο σκάκι):

άλογο
Pferd ουδ
άλογο
Springer αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский