Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλάμι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλάμι [kaˈlami] SUBST ουδ

1. καλάμι (φυτό βάλτου):

καλάμι
Schilf ουδ

2. καλάμι (μπαμπού):

καλάμι
Bambus αρσ

3. καλάμι (ξερό κομμάτι από μπαμπού):

καλάμι
Bambusstock αρσ

4. καλάμι (ψαρέματος):

καλάμι
Angel θηλ

5. καλάμι (κόκκαλο κνήμης):

καλάμι
Schienbein ουδ
καβαλάω το καλάμι

Παραδειγματικές φράσεις με καλάμι

καβαλάω το καλάμι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский