Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καροτσάκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καροτσάκι [karɔˈtsaci], καρότσι [kaˈrɔtsi] SUBST ουδ

1. καροτσάκι (για τον κήπο):

καροτσάκι
Schubkarre θηλ

2. καροτσάκι (αναπηρικό):

καροτσάκι
Rollstuhl αρσ

3. καροτσάκι (μωρών):

καροτσάκι
Kinderwagen αρσ

4. καροτσάκι (σε σούπερμαρκετ, στη λαϊκή):

καροτσάκι
Einkaufswagen αρσ
καροτσάκι αποσκευών
Gepäckwagen αρσ

ιδιωτισμοί:

καροτσάκι του γκολφ
Golfwagen αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με καροτσάκι

καροτσάκι αποσκευών
Rollstuhl αρσ
καροτσάκι του γκολφ
Golfwagen αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский