Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρρωσταίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αρρωστ|αίνω <-ησα, -ημένος> [arɔsˈtɛnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι άρρωστος)

αρρωσταίνω
αρρωσταίνω από γρίπη

II . αρρωστ|αίνω <-ησα, -ημένος> [arɔsˈtɛnɔ] (κάνω άρρωστο)

αρρωσταίνω

Παραδειγματικές φράσεις με αρρωσταίνω

αρρωσταίνω από γρίπη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский