Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άρρητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άρρητ|ος <-η, -ο> [ˈaritɔs] ΕΠΊΘ

1. άρρητος (ανέκφραστος):

άρρητος
blanker Unsinn αρσ ενικ

2. άρρητος ΜΑΘ:

άρρητος
άρρητος αριθμός
irrationale Zahl θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με άρρητος

άρρητος αριθμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский