Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασύμμετρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασύμμετρ|ος <-η, -ο> [aˈsimɛtrɔs] ΕΠΊΘ

1. ασύμμετρος (όχι ομαλός, όχι ανάλογος):

ασύμμετρος

2. ασύμμετρος (όχι συμμετρικός):

ασύμμετρος

3. ασύμμετρος ΜΑΘ:

ασύμμετρος αριθμός
irrationale Zahl θηλ

4. ασύμμετρος ΟΙΚΟΝ:

Παραδειγματικές φράσεις με ασύμμετρος

ασύμμετρος αριθμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский