Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασυμπλήρωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασυμπλήρωτ|ος <-η, -ο> [asimˈblirɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ασυμπλήρωτος (έντυπο, κενό):

ασυμπλήρωτος

2. ασυμπλήρωτος (έργο):

ασυμπλήρωτος

3. ασυμπλήρωτος (όπου λείπει παράρτημα):

ασυμπλήρωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский