Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασύμφορος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασύμφορ|ος <-η, -ο> [aˈsiɱfɔrɔs] ΕΠΊΘ

1. ασύμφορος (που δε φέρνει καλό αποτέλεσμα):

ασύμφορος

2. ασύμφορος (που δε αποφέρει κέρδος):

ασύμφορος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский