Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασυμβίβαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασυμβίβαστ|ος <-η, -ο> [asiɱˈvivastɔs] ΕΠΊΘ

1. ασυμβίβαστος (που δε συμβιβάζεται με άλλο):

ασυμβίβαστος

2. ασυμβίβαστος (από χαρακτήρα):

ασυμβίβαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский