Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασύλληπτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασύλληπτ|ος <-η, -ο> [aˈsiliptɔs] ΕΠΊΘ

1. ασύλληπτος (καταζητούμενος):

ασύλληπτος
ο δράστης παραμένει ασύλληπτος

2. ασύλληπτος (δύσκολο να το καταλάβει κανείς):

ασύλληπτος

Παραδειγματικές φράσεις με ασύλληπτος

ο δράστης παραμένει ασύλληπτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский