Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασύδοτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασύδοτ|ος <-η, -ο> [aˈsiðɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ασύδοτος ΝΟΜ:

ασύδοτος

2. ασύδοτος (αχαλίνωτος):

ασύδοτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский