Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασυγχρόνιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασυγχρόνιστ|ος <-η, -ο> [asiŋˈxrɔnistɔs] ΕΠΊΘ

1. ασυγχρόνιστος (μηχάνημα):

ασυγχρόνιστος

2. ασυγχρόνιστος μτφ (απροσάρμοστος στο πνεύμα της εποχής):

ασυγχρόνιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский