Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασυλλόγιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασυλλόγιστ|ος <-η, -ο> [asiˈlɔjistɔs] ΕΠΊΘ

ασυλλόγιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский