Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρρύθμιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρρύθμιστ|ος <-η, -ο> [aˈriθmistɔs] ΕΠΊΘ

1. αρρύθμιστος (γενικά):

αρρύθμιστος

2. αρρύθμιστος (ραδιόφωνο):

αρρύθμιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский