Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρρενωπότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρρενωπότητα [arɛnɔˈpɔtita] SUBST θηλ

αρρενωπότητα
Männlichkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский