Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρρωστημένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρρωστημέν|ος <-η, -ο> [arɔstiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. αρρωστημένος (άρρωστος):

αρρωστημένος

2. αρρωστημένος (ασθενικός):

αρρωστημένος

3. αρρωστημένος μτφ (διεστραμμένος, φαντασία, κατάσταση):

αρρωστημένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский