Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρσενικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρσενικό [arsɛniˈkɔ] SUBST ουδ

1. αρσενικό ΧΗΜ:

αρσενικό
Arsenik ουδ

2. αρσενικό (αρσενικό ζώο):

αρσενικό
Männchen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αρσενικό

αρσενικό οξύ
αρσενικό γένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский