Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Volt , Colt , tot και toll

toll [tɔl] ΕΠΊΘ

1. toll (wild, ausgelassen):

2. toll (großartig):

3. toll (verrückt):

Colt <-s, -s> [kɔlt] SUBST αρσ

κολτ ουδ

Volt <- [o. -(e)s, -] > [vɔlt] SUBST ουδ ΗΛΕΚ

βολτ ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский