Γερμανικά » Ελληνικά

I . rucken [ˈrʊkən] VERB αμετάβ (sich kurz bewegen)

II . rucken [ˈrʊkən] VERB μεταβ

rucken an +δοτ

I . rücken [ˈrʏkən] VERB αμετάβ

2. rücken (herumrücken):

II . rücken [ˈrʏkən] VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με rückte

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский