Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποστηρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υποστηρί|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ipɔstiˈrizɔ] VERB μεταβ

1. υποστηρίζω (υποβαστάζω):

υποστηρίζω

2. υποστηρίζω μτφ:

υποστηρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский