Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: mulmig , mutig , mollig , mehlig , mäklig , muffig , bullig και faulig

mulmig [ˈmʊlmɪç] ΕΠΊΘ

mutig [ˈmuːtɪç] ΕΠΊΘ

muffig ΕΠΊΘ

mäklig ΕΠΊΘ

mäklig s. mäk(e)lig

Βλέπε και: mäk(e)lig

mehlig ΕΠΊΘ

1. mehlig (fein wie Mehl):

2. mehlig (mit Mehl bestäubt):

3. mehlig (Obst: nicht saftig):

mollig [ˈmɔlɪç] ΕΠΊΘ

1. mollig (warm):

2. mollig (Figur):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский